προσωπογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσωπογραφία | οι | προσωπογραφίες |
| γενική | της | προσωπογραφίας | των | προσωπογραφιών |
| αιτιατική | την | προσωπογραφία | τις | προσωπογραφίες |
| κλητική | προσωπογραφία | προσωπογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσωπογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prosopographie + -ία ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopography < αρχαία ελληνική πρόσωπον + γράφω

προσωπογραφία γυναίκας
Ουσιαστικό
προσωπογραφία θηλυκό
- (τέχνη, ζωγραφική) η εύστοχη απεικόνιση ενός προσώπου σε ζωγραφικό πίνακα, σε φωτογραφία, ή με την γλυπτική, ή άλλη τέχνη, αλλά παράλληλα και η απεικόνιση της προσωπικότητας, και των συναισθημάτων του προσώπου που απεικονίζεται, όπως το αντιλαμβάνεται ο δημιουργός
Συγγενικά
- αυτοπροσωπογραφία
- αυτοπροσωπογράφος
- προσωπογραφικά
- προσωπογραφικός
- προσωπογραφικώς
- προσωπογραφώ
- → δείτε τις λέξεις πρόσωπο και γράφω
Μεταφράσεις
Πηγές
- προσωπογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσωπογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσωπογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.