προσωπογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπογραφία οι προσωπογραφίες
      γενική της προσωπογραφίας των προσωπογραφιών
    αιτιατική την προσωπογραφία τις προσωπογραφίες
     κλητική προσωπογραφία προσωπογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prosopographie + -ία ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopography < αρχαία ελληνική πρόσωπον + γράφω

Ουσιαστικό

προσωπογραφία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.