ασπροπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπροπρόσωπος | η | ασπροπρόσωπη | το | ασπροπρόσωπο |
| γενική | του | ασπροπρόσωπου | της | ασπροπρόσωπης | του | ασπροπρόσωπου |
| αιτιατική | τον | ασπροπρόσωπο | την | ασπροπρόσωπη | το | ασπροπρόσωπο |
| κλητική | ασπροπρόσωπε | ασπροπρόσωπη | ασπροπρόσωπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπροπρόσωποι | οι | ασπροπρόσωπες | τα | ασπροπρόσωπα |
| γενική | των | ασπροπρόσωπων | των | ασπροπρόσωπων | των | ασπροπρόσωπων |
| αιτιατική | τους | ασπροπρόσωπους | τις | ασπροπρόσωπες | τα | ασπροπρόσωπα |
| κλητική | ασπροπρόσωποι | ασπροπρόσωπες | ασπροπρόσωπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασπροπρόσωπος < άσπρο και πρόσωπο (ίσως σχηματίστηκε σε αντιδιαστολή προς το μουτζουρωμένος επειδή το μεσαίωνα προτού διαπομπεύσουν κάποιον που καταδίκαζαν για ένα αδίκημα, μαύριζαν ή κοκκίνιζαν με μπογιές και στάχτες το πρόσωπό του)
Επίθετο
ασπροπρόσωπος
Μεταφράσεις
ασπροπρόσωπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.