βαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαίνω

Ρήμα

βαίνω, πρτ.: έβαινα (χωρίς παθητική φωνή, ελλειπτικό ρήμα) σε σύνθετα, και εξαρτημένος τύπος: -βώ, αόριστος: -βηκα & -έβην

  1. (λόγιο) βαδίζω, πηγαίνω
  2. (μαθηματικά) (για επίκεντρες γωνίες) αντιστοιχώ σε τόξο κύκλου
    η ορθή (γωνία) βαίνει σε τεταρτοκύκλιο

Εκφράσεις

  • βαίνω καλώς

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βαιν- βη- βα- 
  • (Χρειάζεται έλεγχο και επέκταση κατά θέμα)

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. βαίνω έβαινα θα βαίνω να βαίνω βαίνοντας
β' ενικ. βαίνεις έβαινες θα βαίνεις να βαίνεις βαίνε
γ' ενικ. βαίνει έβαινε θα βαίνει να βαίνει
α' πληθ. βαίνουμε βαίναμε θα βαίνουμε να βαίνουμε
β' πληθ. βαίνετε βαίνατε θα βαίνετε να βαίνετε βαίνετε
γ' πληθ. βαίνουν(ε) έβαιναν
βαίναν(ε)
θα βαίνουν(ε) να βαίνουν(ε)

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βαίνω   -βαίνομαι 
Παρατατικός  ἔβαινον 
Μέλλοντας  βήσομαι   -βαθήσομαι 
Αόριστος  ἔβην   -εβάθην, ελληνιστική -εβάνθην 
Παρακείμενος  βέβηκα   -βέβαμαι, -βέβασμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐβεβήκειν 
Συντελ.Μέλλ.
Οι παύλες σημαίνουν ότι οι αντίστοιχοι τύποι απαντούν μόνον ως συνθετικά

Ετυμολογία

βαίνω < *βάν-jω / *βάμ-(jω) [1] (πρωτοελληνική *gʷəňňō) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷm̥yéti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem- (πηγαίνω, προχωράω) + *-yéti. Συγγενές με τη λατινική venio (με αντίθετη σημασία έρχομαι).

Ρήμα

βαίνω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

  1. περπατάω, πηγαίνω
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 766
    γενησόμεσθα κἀς ὁδὸν βεβήκαμεν,
    πορεύομαι ήδη στου θριάμβου τον δρόμο.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  2. (στον παρακείμενο) στέκομαι ή βρίσκομαι σε ένα μέρος
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 52
    τίς ἔσθ᾽ ὁ χῶρος δῆτ᾽ ἐν ᾧ βεβήκαμεν;
    Ποιός είναι ο τόπος το λοιπόν αυτός, όπου έχουμ᾽ έμπει;
    Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greeklanguage.gr
  3. φεύγω, απομακρύνομαι, αναχωρώ
  4. έρχομαι
  5. συνεχίζω, προχωρώ, προβαίνω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 674
    αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.
    πετάχτηκαν επάνω και προχώρησαν στο σπίτι του Οδυσσέα.
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greeklanguage.gr
  6. ανεβαίνω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 181
    ἐξ οὗ κεῖνος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν.
    αφότου εκείνος σε καράβι κοίλο ανέβηκε και πάει.
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greeklanguage.gr
  7. κάνω κάποιον να φύγει
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 810
    ἐείκοσι βῆσεν ἀφ᾽ ἵππων,
    είκοσι άνδρες κατέβασε απ᾽ τους ίππους.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
  8. πεθαίνω
  9. βατεύω, οχεύω

Εκφράσεις

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
βαιν- βη- βα- 

Σύνθετα

  • -βάμων Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -βάμων στο Βικιλεξικό
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

σύνθετα του ρήματος (δείτε και τα συγγενικά τους)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Ρηματικοί τύποι:

  • δωρικός τύπος: μελ. βᾱσεῦμαι
  • δωρικός τύπος: παρακ. βέβᾱκα
  • δωρικός τύπος: αόρ. ἔβᾱν
  • δωρικός τύπος: προστ. αορ. β' ενικ. βᾶθι, β' πληθ. βᾶτε
  • δωρικός τύπος: υποτ. αορ. βᾶμες αντί για βῶμεν
  • επικός τύπος: υποτ. αορ. βείω
  • επικός τύπος: μελλ. βέομαι ή βείομαι
  • επικός τύπος: υπερσ. βεβήκειν

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.