επεμβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επεμβαίνω < αρχαία ελληνική ἐπεμβαίνω < ἐπί + ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική intervenir)
Ρήμα
επεμβαίνω
- ενεργώ προκειμένου να αλλάξω ή να επηρεάσω κάτι (μια κατάσταση κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) αναμειγνύομαι σε ξένες υποθέσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επεμβαίνω | επενέβαινα | θα επεμβαίνω | να επεμβαίνω | επεμβαίνοντας | |
| β' ενικ. | επεμβαίνεις | επενέβαινες | θα επεμβαίνεις | να επεμβαίνεις | επενέβαινε | |
| γ' ενικ. | επεμβαίνει | επενέβαινε | θα επεμβαίνει | να επεμβαίνει | ||
| α' πληθ. | επεμβαίνουμε | επεμβαίναμε | θα επεμβαίνουμε | να επεμβαίνουμε | ||
| β' πληθ. | επεμβαίνετε | επεμβαίνατε | θα επεμβαίνετε | να επεμβαίνετε | επεμβαίνετε | |
| γ' πληθ. | επεμβαίνουν(ε) | επενέβαιναν επεμβαίναν(ε) |
θα επεμβαίνουν(ε) | να επεμβαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επενέβην | θα επέμβω | να επέμβω | επέμβει | ||
| β' ενικ. | επενέβης | θα επέμβεις | να επέμβεις | |||
| γ' ενικ. | επενέβη | θα επέμβει | να επέμβει | |||
| α' πληθ. | επεμβήκαμε | θα επέμβουμε | να επέμβουμε | |||
| β' πληθ. | επεμβήκατε | θα επέμβετε | να επέμβετε | επέμβετε | ||
| γ' πληθ. | επενέβησαν | θα επέμβουν | να επέμβουν | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επέμβει | είχα επέμβει | θα έχω επέμβει | να έχω επέμβει | ||
| β' ενικ. | έχεις επέμβει | είχες επέμβει | θα έχεις επέμβει | να έχεις επέμβει | ||
| γ' ενικ. | έχει επέμβει | είχε επέμβει | θα έχει επέμβει | να έχει επέμβει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επέμβει | είχαμε επέμβει | θα έχουμε επέμβει | να έχουμε επέμβει | ||
| β' πληθ. | έχετε επέμβει | είχατε επέμβει | θα έχετε επέμβει | να έχετε επέμβει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επέμβει | είχαν επέμβει | θα έχουν επέμβει | να έχουν επέμβει |
| |
Συγγενικά
- επέμβαση
- επεμβατικά
- επεμβατικός
- επεμβατισμός
- → δείτε τις λέξεις επί, εν και βαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.