ἀναβαίνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναβαίνω < ἀνα- + βαίνω

Ρήμα

ἀναβαίνω

  1. πηγαίνω επάνω, ανεβαίνω
    ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν
  2. ανεβαίνω σε κάτι, σκαρφαλώνω
    εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον
  3. (μεταφορικά)ανεβάζω το επίπεδο
      5ος αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 445c @greek-language.gr
    ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου, ἓν μὲν εἶναι εἶδος τῆς ἀρετῆς, ἄπειρα δὲ τῆς κακίας
    τώρα που ανεβάσαμε τη συζήτηση σε αυτό το επίπεδο, ένα είναι το είδος της αρετής, άπειρα δε της κακίας
  4. επιβαίνω, επιβιβάζομαι
    ἀναβάσομαι στόλον
  5. προχωρώ προς τα ηπειρωτικά, προς τα μεσόγεια
  6. ανεβαίνω στο βήμα να μιλήσω
  7. προχωρώ σε ερωτική πράξη
  8. φτάνω καπου

Συγγενικά

  • ἀναβάδην (ανάσκελα ή με τα πόδια ψηλά ή οκλαδόν ή γονατιστά ή επάνω)
  • ἀναβαδόν
  • ἀνάβασις (εκστρατεία στο εσωτερικό, ανάβαση, ανέβασμα, ανηφόρα)
  • ἀναβάτης (ο αναβάτης, ο ιππέας και ο ἐπιβήτωρ)
  • ἀναβατικός (έμπειρος στην ανάβαση)
  • ἀναβατός, ἄμβατος, ἀμβατός (προσιτός, εύκολος να τον ανεβεί κανείς)
  • ἀναναβαθμικός
  • ἀναναβαθμίς
  • ἀναβαθμός (σκάλα, σκαλοπάτι)
  • ἀνάβαθρον
  • ἀναβάσιον
  • ἀναβασμός
  • ἀναβατέον
  • ἀναβατήριον
  • ἀναβιβάζω

Σύνθετα

  • δυσανάβατος
  • εἰσαναβαίνω
  • ἐξαναβαίνω
  • ἐπαναβαίνω
  • ἱππαναβάτης
  • νεκυάμβατος
  • ὀπισαμβώ (θηλυκό)
  • παραναβαίνω
  • προαναβαίνω
  • προσαναβαίνω
  • συναναβαίνω
  • ὑπεραναβαίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.