διέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διέρχομαι < αρχαία ελληνική διέρχομαι

Ρήμα

διέρχομαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: διερχόμουν, στ.μέλλ.: θα διέλθω, αόρ.: διήλθα (αποθετικό ρήμα)

Εκφράσεις

  • οι διερχόμενοι
  • κέντρο διερχομένων

Συγγενικά

  • διερχόμενος (μετοχή, ουσιαστικό αρσενικό)
  • διερχόμενη (μετοχή θηλυκό)
  • διερχομένη (ουσιαστικό θηλυκό)

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διέρχομαι < διά + ἔρχομαι

Ρήμα

διέρχομαι (αποθετικό ρήμα) (ελλειπτικό) μέλλ.: διελεύσομαι, αόρ.: διῆλθον, παρακείμ.: διελήλυθα

Κλίση

  • Όπως στο ρήμα ἔρχομαι, η υποτακτική και ευκτική ενεστώτα δανείζεται από το ρήμα δίειμι (δι+εἶμι).
  • Στην Αττική διάλεκτο, από το ίδιο ρήμα:
    • παρατατικός: διῄειν
    • ο ενεστώτας δίειμι λειτουργεί ως μέλλων

λείπει η κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.