εμβαδό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμβαδό τα εμβαδά
      γενική του εμβαδού των εμβαδών
    αιτιατική το εμβαδό τα εμβαδά
     κλητική εμβαδό εμβαδά
Δείτε και την κλίση στο εμβαδόν.
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

εμβαδό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.