μέτρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μέτρον τὰ μέτρ
      γενική τοῦ μέτρου τῶν μέτρων
      δοτική τῷ μέτρ τοῖς μέτροις
    αιτιατική τὸ μέτρον τὰ μέτρ
     κλητική ! μέτρον μέτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέτρω
γεν-δοτ τοῖν  μέτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ) + -τρον

Ουσιαστικό

μέτρον ουδέτερο

  1. μονάδα μέτρησης
  2. μέτρο, κανόνας
  3. (γεωμετρία) εμβαδόν
  4. έκταση
  5. το μέσο ανάμεσα σε δύο άκρα
  6. αναλογία, συμμετρία
  7. αρμοδιότητα
  8. (μετρική) ρυθμικός χαρακτήρας του στίχου με εναλλαγή βραχύχρονων και μακρόχρονων συλλαβών σε ποιήματα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μετρ- 

όπως

σύνθετα όπως

  • -μετρέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρέω στο Βικιλεξικό
  • -μέτρησις Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μέτρησις στο Βικιλεξικό
  • -μετρητής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρητής στο Βικιλεξικό
  • -μετρία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρία στο Βικιλεξικό
  • -μετρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρος στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις με -μετρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.