μέτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μέτρον | τὰ | μέτρᾰ |
| γενική | τοῦ | μέτρου | τῶν | μέτρων |
| δοτική | τῷ | μέτρῳ | τοῖς | μέτροις |
| αιτιατική | τὸ | μέτρον | τὰ | μέτρᾰ |
| κλητική ὦ! | μέτρον | μέτρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέτρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μέτροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ) + -τρον
Ουσιαστικό
μέτρον ουδέτερο
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
μετρ-
μετρ-
όπως
σύνθετα όπως
- -μετρέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρέω στο Βικιλεξικό
- -μέτρησις Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μέτρησις στο Βικιλεξικό
- -μετρητής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρητής στο Βικιλεξικό
- -μετρία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρία στο Βικιλεξικό
- -μετρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -μετρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- μέτρον - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- μέτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.