ακμάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακμάζω < αρχαία ελληνική ἀκμάζω

Ρήμα

ακμάζω, πρτ.: άκμαζα, στ.μέλλ.: θα ακμάσω, αόρ.: άκμασα και ήκμασα

  • φτάνω στο ανώτερο και ακραίο σημείο της ανάπτυξής μου, βρίσκομαι στην ακμή μου (για πολιτισμούς, χώρες, οικονομίες κλπ)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.