μεταβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταβαίνω (περνάω αλλού). Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + βαίνω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐βαί‐νω
Ρήμα
μεταβαίνω, πρτ.: μετέβαινα, απαρ.: μεταβεί, αόρ.: μετέβη, μετέβησαν(3α πρόσωπα)(μετέβην) (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) πηγαίνω
Συγγενικά
Κλίση
Από τον αόριστο, εύχρηστα τα 3α πρόσωπα: μετέβη, μετέβησαν.
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταβαίνω | μετέβαινα | θα μεταβαίνω | να μεταβαίνω | μεταβαίνοντας | |
| β' ενικ. | μεταβαίνεις | μετέβαινες | θα μεταβαίνεις | να μεταβαίνεις | μετάβαινε | |
| γ' ενικ. | μεταβαίνει | μετέβαινε | θα μεταβαίνει | να μεταβαίνει | ||
| α' πληθ. | μεταβαίνουμε | μεταβαίναμε | θα μεταβαίνουμε | να μεταβαίνουμε | ||
| β' πληθ. | μεταβαίνετε | μεταβαίνατε | θα μεταβαίνετε | να μεταβαίνετε | μεταβαίνετε | |
| γ' πληθ. | μεταβαίνουν(ε) | μετέβαιναν μεταβαίναν(ε) |
θα μεταβαίνουν(ε) | να μεταβαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετέβην | θα μεταβώ | να μεταβώ | μεταβεί | ||
| β' ενικ. | μετέβης | θα μεταβείς | να μεταβείς | μεταβείτε | ||
| γ' ενικ. | μετέβη | θα μεταβεί | να μεταβεί | |||
| α' πληθ. | μεταβήκαμε | θα μεταβούμε | να μεταβούμε | |||
| β' πληθ. | μεταβήκατε | θα μεταβείτε | να μεταβείτε | μεταβείτε | ||
| γ' πληθ. | μετέβησαν | θα μεταβούν | να μεταβούν | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταβεί | είχα μεταβεί | θα έχω μεταβεί | να έχω μεταβεί | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταβεί | είχες μεταβεί | θα έχεις μεταβεί | να έχεις μεταβεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταβεί | είχε μεταβεί | θα έχει μεταβεί | να έχει μεταβεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταβεί | είχαμε μεταβεί | θα έχουμε μεταβεί | να έχουμε μεταβεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταβεί | είχατε μεταβεί | θα έχετε μεταβεί | να έχετε μεταβεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταβεί | είχαν μεταβεί | θα έχουν μεταβεί | να έχουν μεταβεί |
| |
Πηγές
- μεταβαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεταβαίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- μεταβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.