βωμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βωμός οι βωμοί
      γενική του βωμού των βωμών
    αιτιατική τον βωμό τους βωμούς
     κλητική βωμέ βωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βωμός < αρχαία ελληνική βωμός < βαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /voˈmos/

Ουσιαστικό

βωμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) οποιαδήποτε δομή, ακόμα και μία απλή μεγάλη πέτρα, πάνω στην οποία γίνονται θυσίες («θυσιαστήριο») και γενικότερα προσφορές υλικών αγαθών σε κάποια υπερφυσική οντότητα (θεότητα, δαίμονα, πνεύμα) για θρησκευτικούς σκοπούς
  2. (κατ’ επέκταση) ένας ιερός χώρος όπου γίνονται τελετές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.