βωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βωμός | οι | βωμοί |
| γενική | του | βωμού | των | βωμών |
| αιτιατική | τον | βωμό | τους | βωμούς |
| κλητική | βωμέ | βωμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βωμός < αρχαία ελληνική βωμός < βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /voˈmos/
Ουσιαστικό
βωμός αρσενικό
- (θρησκεία) οποιαδήποτε δομή, ακόμα και μία απλή μεγάλη πέτρα, πάνω στην οποία γίνονται θυσίες («θυσιαστήριο») και γενικότερα προσφορές υλικών αγαθών σε κάποια υπερφυσική οντότητα (θεότητα, δαίμονα, πνεύμα) για θρησκευτικούς σκοπούς
- (κατ’ επέκταση) ένας ιερός χώρος όπου γίνονται τελετές
-
βωμός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βωμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.