ξυρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξυρός | οι | ξυροί |
| γενική | του | ξυρού | των | ξυρών |
| αιτιατική | τον | ξυρό | τους | ξυρούς |
| κλητική | ξυρέ | ξυροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξυρός < αρχαία ελληνική ξυρός < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ksunyo
Μεταφράσεις
ξυρός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.