εννέα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εννέα < αρχαία ελληνική ἐννέα

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈne.a/

Αριθμητικό

εννέα και εννιά

  • απόλυτο αριθμητικό, ο αριθμός που ακολουθεί το οκτώ και προηγείται του δέκα· συμβολίζεται με τον αραβικό αριθμό 9, τον ελληνικό θ΄, τον λατινικό IX κ.λπ.
αριθμητικά
απόλυτο: εννέα
ψηφίο: εννιάρι
τακτικό: έννατος
πολλαπλασιαστικό:  εννεαπλός
αναλογικό: εννεαπλάσιος
περιληπτικό: εννεάδα  
επίρρημα: εννεάκις
πρόθημα: εννεα-
 
χρονικά
λεπτά: εννεάλεπτο
ώρες: εννεάωρο
ημέρες: εννεαήμερο
μήνες: εννεάμηνο
έτη: εννεαετία
διάρκεια: εννεαετής, εννεαετές - εννεάχρονος, εννεάχρονη, εννεάχρονο  

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.