ανάλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάλυση οι αναλύσεις
      γενική της ανάλυσης* των αναλύσεων
    αιτιατική την ανάλυση τις αναλύσεις
     κλητική ανάλυση αναλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάλυση < αρχαία ελληνική ἀνάλυσις

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.li.si/

Ουσιαστικό

ανάλυση θηλυκό

  1. η μέθοδος μελέτης ενός αντικειμένου ή προβλήματος χρησιμοποιώντας το διαχωρισμό του σε επιμέρους τμήματα
  2. ο ποσοτικός και ποιοτικός ακριβής προσδιορισμός των συστατικών ενός αντικειμένου

Εκφράσεις

  • σε τελική ανάλυση, σε τελευταία ανάλυση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.