βεβώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελλειπτική μετοχή: δε μαρτυρείται ουδέτερο
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβώς βεβῶσ τὸ      
      γενική τοῦ βεβῶτος τῆς βεβώσης τοῦ
      δοτική τῷ βεβῶτ τῇ βεβώσ τῷ
    αιτιατική τὸν βεβῶτ τὴν βεβῶσᾰν τὸ
     κλητική ! βεβώς βεβῶσ
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβῶτες αἱ βεβῶσαι τὰ
      γενική τῶν βεβώτων τῶν βεβωσῶν τῶν
      δοτική τοῖς βεβῶσῐ(ν) ταῖς βεβώσαις τοῖς
    αιτιατική τοὺς βεβῶτᾰς τὰς βεβώσᾱς τὰ
     κλητική ! βεβῶτες βεβῶσαι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβῶτε τὼ βεβώσ τὼ
      γεν-δοτ τοῖν βεβώτοιν τοῖν βεβώσαιν τοῖν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

βεβώς, βεβῶσα (ελλειπτική μετοχή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.