περπατάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περπατάω < περπατ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περπατῶ < αρχαία ελληνική περιπατῶ[1] < περι- + πατῶ
Ρήμα
περπατάω/περπατώ, αόρ.: περπάτησα, παθ.φωνή: περπατιέμαι, π.αόρ.: περπατήθηκα, μτχ.π.π.: περπατημένος
- χρησιμοποιώ τα πόδια μου για να κινηθώ ούτε γρήγορα, ούτε αργά
- (λαϊκότροπο. για υπόθεση) εξελίσσομαι, προχωράω καλά
Συγγενικά
- νυχτοπερπατάω, νυχτοπερπατώ
- περίπατος
- περπατημένος
- περπάτημα
- περπατησιά
- περπατητά
- περπατούρα
- περπατώντας
- περπατήσει
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περπατάω - περπατώ | περπατούσα | θα περπατάω - περπατώ | να περπατάω - περπατώ | περπατώντας | |
| β' ενικ. | περπατάς - περπατείς | περπατούσες | θα περπατάς - περπατείς | να περπατάς - περπατείς | περπάτα - περπάταγε | |
| γ' ενικ. | περπατάει - περπατά - περπατεί | περπατούσε | θα περπατάει - περπατά - περπατεί | να περπατάει - περπατά - περπατεί | ||
| α' πληθ. | περπατάμε - περπατούμε | περπατούσαμε | θα περπατάμε - περπατούμε | να περπατάμε - περπατούμε | ||
| β' πληθ. | περπατάτε - περπατείτε | περπατούσατε | θα περπατάτε - περπατείτε | να περπατάτε - περπατείτε | περπατάτε - περπατείτε | |
| γ' πληθ. | περπατάν(ε) - περπατούν(ε) | περπατούσαν | θα περπατάν(ε) - περπατούν(ε) | να περπατάν(ε) - περπατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περπάτησα | θα περπατήσω | να περπατήσω | περπατήσει | ||
| β' ενικ. | περπάτησες | θα περπατήσεις | να περπατήσεις | περπάτα - περπάτησε | ||
| γ' ενικ. | περπάτησε | θα περπατήσει | να περπατήσει | |||
| α' πληθ. | περπατήσαμε | θα περπατήσουμε | να περπατήσουμε | |||
| β' πληθ. | περπατήσατε | θα περπατήσετε | να περπατήσετε | περπατήστε | ||
| γ' πληθ. | περπάτησαν περπατήσαν(ε) |
θα περπατήσουν(ε) | να περπατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περπατήσει | είχα περπατήσει | θα έχω περπατήσει | να έχω περπατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περπατήσει | είχες περπατήσει | θα έχεις περπατήσει | να έχεις περπατήσει | έχε περπατημένο | |
| γ' ενικ. | έχει περπατήσει | είχε περπατήσει | θα έχει περπατήσει | να έχει περπατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περπατήσει | είχαμε περπατήσει | θα έχουμε περπατήσει | να έχουμε περπατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περπατήσει | είχατε περπατήσει | θα έχετε περπατήσει | να έχετε περπατήσει | έχετε περπατημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν περπατήσει | είχαν περπατήσει | θα έχουν περπατήσει | να έχουν περπατήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περπατημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περπατημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περπατημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περπατημένο | |||||
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- περπατάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
