συγκαταβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκαταβαίνω < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω < σύν + κατά + βαίνω

Ρήμα

συγκαταβαίνω

  1. δείχνω επιείκεια, υποχωρώ
  2. καταδέχομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.