επίκεντρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίκεντρος | η | επίκεντρη | το | επίκεντρο |
| γενική | του | επίκεντρου | της | επίκεντρης | του | επίκεντρου |
| αιτιατική | τον | επίκεντρο | την | επίκεντρη | το | επίκεντρο |
| κλητική | επίκεντρε | επίκεντρη | επίκεντρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίκεντροι | οι | επίκεντρες | τα | επίκεντρα |
| γενική | των | επίκεντρων | των | επίκεντρων | των | επίκεντρων |
| αιτιατική | τους | επίκεντρους | τις | επίκεντρες | τα | επίκεντρα |
| κλητική | επίκεντροι | επίκεντρες | επίκεντρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίκεντρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επίκεντρος, -η, -ο
- (για γωνίες) που έχει τη κορυφή της στο κέντρο κύκλου
Μεταφράσεις
επίκεντρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.