βρίσκομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρίσκομαι: παθητική φωνή του ρήματος βρίσκω
Ρήμα
βρίσκομαι
- είμαι σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- εντοπίζομαι, γίνομαι αντιληπτός σε μια τοποθεσία ή κατάσταση
- συναντιέμαι με κάποιον
- πότε θα βρεθούμε;
Εκφράσεις
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα
Συγγενικά
Κλίση
- → δείτε τη λέξη βρίσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.