συνεχίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνεχίζω < αρχαία ελληνική συνεχίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.neˈçi.zo/

Ρήμα

συνεχίζω

  1. (αμετάβατο) υπάρχω χωρίς διακοπή, χωρίς παύσεις
    ο θόρυβος συνέχισε για μερικά λεπτά μέχρι να ζητήσει ο δάσκαλος να ηρεμήσουν τα παιδιά
  2. κάνω κάτι χωρίς διακοπή, χωρίς διαλείμματα ή χωρίς αλλαγή
    ο ομιλητής συνέχισε την εξήγησή του, αγνοώντας τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων
    αν συνεχίσεις να καπνίζεις 2 πακέτα την ημέρα, ο βήχας δεν θα σου περάσει
  3. ξαναρχίζω μετά από διακοπή

Αντώνυμα

συνεχιζεται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.