βάθρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βάθρο | τα | βάθρα |
| γενική | του | βάθρου | των | βάθρων |
| αιτιατική | το | βάθρο | τα | βάθρα |
| κλητική | βάθρο | βάθρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το βάθρο των νικητών στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καλλιτεχνικού Πατινάζ 2010 στο Παρίσι.

Ομιλητής σε βάθρο.
.png.webp)
Βάθρο προτομής.
Ετυμολογία
- βάθρο < αρχαία ελληνική βάθρον
Ουσιαστικό
βάθρο ουδέτερο
- βάση στην οποία στηρίζεται κάποιο αντικείμενο για επίδειξη
- υπερυψωμένο σημείο σε εξέδρα ή στο δάπεδο στο οποίο ανεβαίνει κάποιος ομιλητής για να μιλήσει στο κοινό
- (αθλητισμός) βάση με διαφορετικά επίπεδα στα οποία στέκονται οι αθλητές που κέρδισαν μετάλλια για να τους απονεμηθούν.
- (μεταφορικά) η βάση, το θεμέλιο, το στήριγμα
- για τη Βρετανία, οι ΗΠΑ λειτουργούσαν πάντοτε σαν ένα ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.