χρέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρέος τα χρέη
      γενική του χρέους των χρεών
    αιτιατική το χρέος τα χρέη
     κλητική χρέος χρέη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρέος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρέος [1]
για την υπηρεσία ή επάγγελμα < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική duties, πληθυντικός του duty

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρέος

Ουσιαστικό

χρέος ουδέτερο

  1. το χρηματικό ποσό που πρέπει να επιστραφεί στον δανειστή
    το δημόσιο χρέος
  2. το καθήκον
    έκανα το χρέος μου απέναντι στην οικογένειά μου
  3. (στον πληθυντικό) τα χρέη: καθήκονται, πρόσθετη υπηρεσία ή επάγγελμα που ασκείται από κάποιον
    ο υποδιευθυντής εκτελεί και χρέη διευθυντού κατά την απουσία του τελευταίου

Συγγενικά

θέμα χρεο-

Θέμα χρεω-

Θέμα χρεο- ή χρεω-

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρέος τὰ χρέ(ᾱ)*
      γενική τοῦ χρέους τῶν χρεῶν
      δοτική τῷ χρέει τοῖς χρέεσ(ν)
    αιτιατική τὸ χρέος τὰ χρέ
     κλητική ! χρέος χρέ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρέει
γεν-δοτ τοῖν  χρεοῖν
* Όταν προηγείται ε του ε+α > ᾱ (χρέα)
και όχι -η όπως στο βέλος, βέλη.
3η κλίση, Κατηγορία 'χρέος' όπως «χρέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρέος < χράομαι ή χρή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χρέος ουδέτερο (αττικός τύπος χρέως, επικός τύπος χρεῖος)

  1. ανάγκη, έλλειψη
  2. ασχολία
  3. το χρέος όπως στα νέα ελληνικά, οφειλή
  4. ηθικό χρέος, καθήκον, πρέπον
  5. (μεταφορικά) αμάρτημα
  6. υπόσχεση

Συγγενικά

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.