παραβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραβαίνω[1]

Ρήμα

παραβαίνω

  • δεν τηρώ ό,τι επιβάλλει ένας νόμος, κανονισμός, όρος συμφωνίας κ.λπ, ενεργώ κατά τρόπο αντίθετο από ό,τι αυτά επιβάλλουν

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραβαίνω < παρα- + βαίνω

Ρήμα

παραβαίνω

  1. βαδίζω ή στέκομαι δίπλα σε κάποιον
  2. προχωρώ πέρα από ένα ορισμένο σημείο, παραβαίνω
  3. προχωρώ προς τα εμπρός
  4. (αρχαία κωμωδία) προχωρώ προς τα εμπρός για να μιλήσω στους θεατές (βλέπε παράβαση)
  5. αφήνω κάτι να περάσει, να μου διαφύγει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.