ευτυχισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτυχισμένος η ευτυχισμένη το ευτυχισμένο
      γενική του ευτυχισμένου της ευτυχισμένης του ευτυχισμένου
    αιτιατική τον ευτυχισμένο την ευτυχισμένη το ευτυχισμένο
     κλητική ευτυχισμένε ευτυχισμένη ευτυχισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτυχισμένοι οι ευτυχισμένες τα ευτυχισμένα
      γενική των ευτυχισμένων των ευτυχισμένων των ευτυχισμένων
    αιτιατική τους ευτυχισμένους τις ευτυχισμένες τα ευτυχισμένα
     κλητική ευτυχισμένοι ευτυχισμένες ευτυχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευτυχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευτυχώ

Μετοχή

ευτυχισμένος -η -ο

  1. που αισθάνεται ευτυχία
    από τότε που γύρισε ο γιος της, είναι και πάλι ευτυχισμένη
  2. που φέρει τα σημάδια της ευτυχίας
    ευτυχισμένα χαμόγελα
  3. που χαρακτηρίζεται από ευτυχία
    ευτυχισμένα χρόνια

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.