venio
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- venio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-. Συγγενή: σανσκριτική गच्छति (gácchati) και αρχαία ελληνική βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈwe.ni.oː/
- ⓘ
Συγγενικά
- adventus
Σύνθετα
Κλίση
Δ' συζυγία (venio, veni, ventum, venire)
|
Πηγές
- venio - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.