εξαρτημένος τύπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξαρτημένος τύπος | οι | εξαρτημένοι τύποι |
| γενική | του | εξαρτημένου τύπου | των | εξαρτημένων τύπων |
| αιτιατική | τον | εξαρτημένο τύπο | τους | εξαρτημένους τύπους |
| κλητική | εξαρτημένε τύπε | εξαρτημένοι τύποι | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαρτημένος τύπος: → δείτε τις λέξεις εξαρτημένος και τύπος (εννοείται: γραμματικός τύπος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eksaɾtiˈmenos ˈtipos/
Πολυλεκτικός όρος
εξαρτημένος τύπος αρσενικό
- (γραμματική) κλιτικός ή ρηματικός τύπος που δε χρησιμοποιείται ποτέ ελεύθερα, μόνος του, αλλά εξαρτάται από άλλες λέξεις για να σχηματίσει νόημα
- ↪ Στα νέα ελληνικά, έχουμε εξαρτημένο τύπο στην ενεργητική και παθητική φωνή για το σχηματισμό της παλιότερης υποτακτικής έγκλισης, περιφραστικής προστακτικής και άλλων εγκλίσεων, του μέλλοντα χρόνου, του παρακείμενου.
- ※ Ο τύπος γράψω, γράψεις, γράψει... δε χρησιμοποιείται μόνος του στη γλώσσα μας (εκτός από λίγες εξαιρέσεις). Τον βρίσκουμε πάντα μαζί με μόρια ή με το ρήμα «έχω», από τα οποία και εξαρτάται. Για τον λόγο αυτό, τον λέμε εξαρτημένο.
- O εξαρτημένος τύπος, όπως διδάσκεται για τα νέα ελληνικά στο σχολείο Φιλιππάκη-Warburton, Γραμματική Ε και ΣΤ Δημοτικού κεφ.10.1 πρόσβαση:2022.01.01.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.