σταθερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταθερός | η | σταθερή | το | σταθερό |
| γενική | του | σταθερού | της | σταθερής | του | σταθερού |
| αιτιατική | τον | σταθερό | τη | σταθερή | το | σταθερό |
| κλητική | σταθερέ | σταθερή | σταθερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταθεροί | οι | σταθερές | τα | σταθερά |
| γενική | των | σταθερών | των | σταθερών | των | σταθερών |
| αιτιατική | τους | σταθερούς | τις | σταθερές | τα | σταθερά |
| κλητική | σταθεροί | σταθερές | σταθερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταθερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σταθερός < θέμα σταθ- + -ερός
Προφορά
- ΔΦΑ : /sta.θeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐θε‐ρός
Επίθετο
σταθερός, -ή, -ό
Συγγενικά
- αποσταθεροποιημένος
- αποσταθεροποίηση
- αποσταθεροποιητικά (επίρρημα)
- αποσταθεροποιητικός
- ασταθεροποίητος
- αποσταθεροποιώ, αποσταθεροποιούμαι
- αυτοσταθεροποιούμενος
- ξανασταθερώνω
- σταθερά (επίρρημα)
- σταθεροθερμία
- σταθεροποιημένος
- σταθεροποίηση
- σταθεροποιήσιμος
- σταθεροποιητής
- σταθεροποιώ, σταθεροποιούμαι
- σταθερότητα
- σταθερόφωτος
- σταθέρωμα
- σταθερώνω
Μεταφράσεις
Πηγές
- σταθερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| στᾰθερο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | σταθερός | ἡ | σταθερᾱ́ | τὸ | σταθερόν | |
| γενική | τοῦ | σταθεροῦ | τῆς | σταθερᾶς | τοῦ | σταθεροῦ | |
| δοτική | τῷ | σταθερῷ | τῇ | σταθερᾷ | τῷ | σταθερῷ | |
| αιτιατική | τὸν | σταθερόν | τὴν | σταθερᾱ́ν | τὸ | σταθερόν | |
| κλητική ὦ! | σταθερέ | σταθερᾱ́ | σταθερόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | σταθεροί | αἱ | σταθεραί | τὰ | σταθερᾰ́ | |
| γενική | τῶν | σταθερῶν | τῶν | σταθερῶν | τῶν | σταθερῶν | |
| δοτική | τοῖς | σταθεροῖς | ταῖς | σταθεραῖς | τοῖς | σταθεροῖς | |
| αιτιατική | τοὺς | σταθερούς | τὰς | σταθερᾱ́ς | τὰ | σταθερᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | σταθεροί | σταθεραί | σταθερᾰ́ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταθερώ | τὼ | σταθερᾱ́ | τὼ | σταθερώ | |
| γεν-δοτ | τοῖν | σταθεροῖν | τοῖν | σταθεραῖν | τοῖν | σταθεροῖν | |
| Και θηλυκό σε -ή, ιωνικός τύπος . | |||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Επίθετο
σταθερός, -ά, -όν και ιωνικός τύπος θηλυκού -ή
- σταθερός, ασάλευτος, που δεν κινείται
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Αποσπάσματα A. Fr. 276, σελ.222 στο Æschyli Tragœdiæ quæ supersunt deperditarum fabularum fragmenta et scholia Græca, τεύχος 1, τόμος 8, επιμ. Stanley, Butler, 1816]
- σταθεροῦ χεύματος (σταθερού ρεύματος)
- ≠ αντώνυμα: ἄστατος
- ※ 6ος/5ος αιώνας πκε ⌘ Αισχύλος, Αποσπάσματα A. Fr. 276, σελ.222 στο Æschyli Tragœdiæ quæ supersunt deperditarum fabularum fragmenta et scholia Græca, τεύχος 1, τόμος 8, επιμ. Stanley, Butler, 1816]
- (μετεωρολογία) γαλήνιος (καιρός)
- γαλήνιος
Εκφράσεις
- σταθερά μεσημβρία
Παράγωγα
- σταθερότης
- σταθερῶς, σταθερώτερον, σταθερώτατον (επίρρημα και παραθετικά)
Πηγές
- σταθερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταθερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.