-βάμων
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| βᾱμων- βᾱμον- | |||||
| ονομαστική | ὁ | -βάμων | οἱ | -βάμονες | |
| γενική | τοῦ | -βάμονος | τῶν | -βαμόνων | |
| δοτική | τῷ | -βάμονῐ | τοῖς | -βάμοσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | -βάμονᾰ | τοὺς | -βάμονᾰς | |
| κλητική ὦ! | -βᾶμον | -βάμονες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -βάμονε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | -βαμόνοιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Επίθημα
-βᾱ́μων, -ονος αρσενικό (ή και θηλυκό)
- επίθημα που χρησιμοποιείται ως βʹ συνθετικό και δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία ότι κάποιος βαίνει, προχωράει
- αἰθεροβάμων (νέα ελληνική: αιθεροβάμων)
- ἀεροβάμων (νέα ελληνική: αεροβάμων)
- οὐρανοβάμων (νέα ελληνική: ουρανοβάμων)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -βάμων στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -βάμων @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- s.v. βαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.