παρεκβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεκβαίνω < παρά + εκ + βαίνω

Ρήμα

παρεκβαίνω

  • ξεφεύγω από το θέμα

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. παρεκβαίνω παρέκβαινα θα παρεκβαίνω να παρεκβαίνω παρεκβαίνοντας
β' ενικ. παρεκβαίνεις παρέκβαινες θα παρεκβαίνεις να παρεκβαίνεις παρεκβαίνε
γ' ενικ. παρεκβαίνει παρέκβαινε θα παρεκβαίνει να παρεκβαίνει
α' πληθ. παρεκβαίνουμε παρεκβαίναμε θα παρεκβαίνουμε να παρεκβαίνουμε
β' πληθ. παρεκβαίνετε παρεκβαίνατε θα παρεκβαίνετε να παρεκβαίνετε παρεκβαίνετε
γ' πληθ. παρεκβαίνουν(ε) παρέκβαιναν
παρεκβαίναν(ε)
θα παρεκβαίνουν(ε) να παρεκβαίνουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.