βάσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βάσῐς | αἱ | βάσεις |
| γενική | τῆς | βάσεως | τῶν | βάσεων |
| δοτική | τῇ | βάσει | ταῖς | βάσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | βάσῐν | τὰς | βάσεις |
| κλητική ὦ! | βάσῐ | βάσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βάσις θηλυκό
- βάδισμα
- βήμα
- χορευτικός βηματισμός
- μετρική μονάδα
- σειρά
- βάση
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: βάση
Σύνθετα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- βάσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.