περιδιαβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιδιαβαίνω < μεσαιωνική ελληνική περιδιαβαίνω[1] < αρχαία ελληνική διαβαίνω < βαίνω
Συγγενικά
- βολτάρω
- περιηγούμαι
- περιπλανιέμαι
- περιφέρομαι
- σεργιανίζω / σεριανίζω
- σουλατσάρω
- τριγυρνώ / τριγυρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιδιαβαίνω | περιδιάβαινα | θα περιδιαβαίνω | να περιδιαβαίνω | περιδιαβαίνοντας | |
| β' ενικ. | περιδιαβαίνεις | περιδιάβαινες | θα περιδιαβαίνεις | να περιδιαβαίνεις | περιδιάβαινε | |
| γ' ενικ. | περιδιαβαίνει | περιδιάβαινε | θα περιδιαβαίνει | να περιδιαβαίνει | ||
| α' πληθ. | περιδιαβαίνουμε | περιδιαβαίναμε | θα περιδιαβαίνουμε | να περιδιαβαίνουμε | ||
| β' πληθ. | περιδιαβαίνετε | περιδιαβαίνατε | θα περιδιαβαίνετε | να περιδιαβαίνετε | περιδιαβαίνετε | |
| γ' πληθ. | περιδιαβαίνουν(ε) | περιδιάβαιναν περιδιαβαίναν(ε) |
θα περιδιαβαίνουν(ε) | να περιδιαβαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιδιάβηκα | θα περιδιαβώ | να περιδιαβώ | περιδιαβεί | ||
| β' ενικ. | περιδιάβηκες | θα περιδιαβείς | να περιδιαβείς | περιδιάβα | ||
| γ' ενικ. | περιδιάβηκε | θα περιδιαβεί | να περιδιαβεί | |||
| α' πληθ. | περιδιαβήκαμε | θα περιδιαβούμε | να περιδιαβούμε | |||
| β' πληθ. | περιδιαβήκατε | θα περιδιαβείτε | να περιδιαβείτε | περιδιαβείτε | ||
| γ' πληθ. | περιδιάβηκαν περιδιαβήκαν(ε) |
θα περιδιαβούν(ε) | να περιδιαβούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιδιαβεί | είχα περιδιαβεί | θα έχω περιδιαβεί | να έχω περιδιαβεί | ||
| β' ενικ. | έχεις περιδιαβεί | είχες περιδιαβεί | θα έχεις περιδιαβεί | να έχεις περιδιαβεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιδιαβεί | είχε περιδιαβεί | θα έχει περιδιαβεί | να έχει περιδιαβεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιδιαβεί | είχαμε περιδιαβεί | θα έχουμε περιδιαβεί | να έχουμε περιδιαβεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιδιαβεί | είχατε περιδιαβεί | θα έχετε περιδιαβεί | να έχετε περιδιαβεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιδιαβεί | είχαν περιδιαβεί | θα έχουν περιδιαβεί | να έχουν περιδιαβεί |
| |
Μεταφράσεις
- περιδιαβαίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.