βήμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βήμα | τα | βήματα |
| γενική | του | βήματος | των | βημάτων |
| αιτιατική | το | βήμα | τα | βήματα |
| κλητική | βήμα | βήματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βήμα < αρχαία ελληνική βῆμα < βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.ma/
Ουσιαστικό
βήμα ουδέτερο
- η κίνηση που κάνουμε όταν φέρνουμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο κατά το βάδισμα
- η απόσταση που διανύουμε όταν κάνουμε μία τέτοια κίνηση
- υπερυψωμένη κατασκευή στην οποία ανεβαίνει κάποιος που μιλάει σε δημόσια συνάθροιση
- (μεταφορικά) το μέρος ή η ευκαιρία που έχει κάποιος να εκφράσει δημόσια τις απόψεις του
- το περιοδικό μας θα δώσει ένα βήμα έκφρασης σε νέους δημιουργούς
- μέρος του τίτλου εφημερίδων ή άλλων ενημερωτικών εντύπων
- άγιο βήμα: το ιερό του χριστιανικού ναού, το μέρος όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα
Εκφράσεις
- βήμα-βήμα
- δυο βήματα
- βήμα της χήνας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.