γωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γωνία | οι | γωνίες |
| γενική | της | γωνίας | των | γωνιών |
| αιτιατική | τη | γωνία | τις | γωνίες |
| κλητική | γωνία | γωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γωνία δρόμων.

Γωνία ταβανιού.

Γωνία ψωμιού.
Ετυμολογία
- γωνία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γωνία (η γωνία, η γωνιά, η κώχη και το γωνιόμετρο, το όργανο του ξυλουργού). Συγκρίνετε με το γωνιά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γω‐νί‐α
Ουσιαστικό
γωνία θηλυκό
- (γεωμετρία) ο χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ευθείες που τέμνονται, κοντά στο σημείο τομής τους
- ↪ οξεία, ορθή, αμβλεία γωνία
- το μέρος όπου συναντιώνται δυο δρόμοι
- το ακριανό μέρος ενός χώρου, ο χώρος που σχηματίζεται ανάμεσα σε γειτονικές πλευρές ή επιφάνειες
- το ακριανό μέρος ενός ψωμιού
- ↪ Όλο θες να τρως τη γωνία, άφησέ την και στους άλλους!
Πολυλεκτικοί όροι
- αμβλεία γωνία
- διαδοχικές γωνίες
- επίκεντρη γωνία
- εφεξής γωνίες
- κυρτή γωνία, μη κυρτή γωνία
- νεκρή γωνία
- οξεία γωνία
- οπτική γωνία
- ορθή γωνία
- πλήρης γωνία
Σύνθετα
- γωνιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γωνιο- στο Βικιλεξικό
- -γώνιος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γώνιος στο Βικιλεξικό
- -γωνος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γωνος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
στη γεωμετρία
σημείο, περιοχή διασταύρωσης δρόμων
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γωνίᾱ | αἱ | γωνίαι |
| γενική | τῆς | γωνίᾱς | τῶν | γωνιῶν |
| δοτική | τῇ | γωνίᾳ | ταῖς | γωνίαις |
| αιτιατική | τὴν | γωνίᾱν | τὰς | γωνίᾱς |
| κλητική ὦ! | γωνίᾱ | γωνίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γωνίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γωνίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- γωνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γωνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.