παρεμβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεμβαίνω < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeɱˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεμβαίνω

Ρήμα

παρεμβαίνω

  1. εμπλέκομαι ενεργά σε μια κατάσταση
  2. μπαίνω ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
  3. μεσολαβώ μεταξύ προσώπων, επεμβαίνω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.