βατός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βατός | η | βατή | το | βατό |
| γενική | του | βατού | της | βατής | του | βατού |
| αιτιατική | τον | βατό | τη | βατή | το | βατό |
| κλητική | βατέ | βατή | βατό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βατοί | οι | βατές | τα | βατά |
| γενική | των | βατών | των | βατών | των | βατών |
| αιτιατική | τους | βατούς | τις | βατές | τα | βατά |
| κλητική | βατοί | βατές | βατά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βατός < βαίνω + -τός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τός
- τονικό παρώνυμο: βάτος
Επίθετο
βατός, -ή, -ό
Σύνθετα
Μεταφράσεις
βατός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βατός | ἡ | βατή | τὸ | βατόν |
| γενική | τοῦ | βατοῦ | τῆς | βατῆς | τοῦ | βατοῦ |
| δοτική | τῷ | βατῷ | τῇ | βατῇ | τῷ | βατῷ |
| αιτιατική | τὸν | βατόν | τὴν | βατήν | τὸ | βατόν |
| κλητική ὦ! | βατέ | βατή | βατόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βατοί | αἱ | βαταί | τὰ | βατᾰ́ |
| γενική | τῶν | βατῶν | τῶν | βατῶν | τῶν | βατῶν |
| δοτική | τοῖς | βατοῖς | ταῖς | βαταῖς | τοῖς | βατοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βατούς | τὰς | βατᾱ́ς | τὰ | βατᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βατοί | βαταί | βατᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βατώ | τὼ | βατᾱ́ | τὼ | βατώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βατοῖν | τοῖν | βαταῖν | τοῖν | βατοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Πηγές
- βατός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βατός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.