στέκομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στέκομαι < στέκω + -ομαι < αρχαία ελληνική ἕστηκα, παρακείμενος του ἵσταμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈste.ko.me/

Ρήμα

στέκομαι (αόριστος: στάθηκα, μετοχή ενεστώτα: στεκούμενος & στεκάμενος)

  1. σταματώ, δεν κινούμαι
  2. αδρανώ
  3. (παρα)μένω
  4. είμαι όρθιος, δεν κάθομαι
    γιατί στέκεσαι όρθια;
  5. είμαι
      Οικονομικώς στεκόταν πολύ καλά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
  6. συμπεριφέρομαι
  7. στέκει: ισχύει, είναι σωστό

Εκφράσεις

Κλίση

λείπει η κλίση

Συνώνυμα

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.