στέκομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στέκομαι < στέκω + -ομαι < αρχαία ελληνική ἕστηκα, παρακείμενος του ἵσταμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.ko.me/
Ρήμα
στέκομαι (αόριστος: στάθηκα, μετοχή ενεστώτα: στεκούμενος & στεκάμενος)
Εκφράσεις
- δεν στέκεται και πολύ καλά: τρελαίνεται, χάνει τα λογικά του
- μου στέκεται: με στηρίζει
- μου στέκεται στο λαιμό: δεν τον συμπαθώ
- όπου βρεθώ κι όπου σταθώ: σε όλα τα μέρη και όλη την ώρα
- στέκεται καλά: βρίσκεται σε καλή φυσική ή οικονομική κατάσταση
- στέκεται με σταυρωμένα χέρια: δεν ενεργεί
- στέκεται ο νους μου: δυσκολεύομαι να σκεφτώ
- στέκομαι κλαρίνο:
- στέκομαι στο πλευρό του: του συμπαραστέκομαι, τον βοηθώ
- στέκομαι στο πόδι του: τον αντικαθιστώ
- στέκομαι στο ύψος μου: ενεργώ βάσει κάποιων υψηλών στάνταρ και δεν ξεπέφτω σε χαμερπείς ή κατώτερες ενέργειες
- στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων: αντιλαμβάνομαι την σπουδαιότητα των περιστάσεων και ενεργώ υπεύθυνα και ανάλογα
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Συνώνυμα
Παράγωγα
- στεκούμενος (μετοχή ενεστώτα)
- καλοστεκούμενος (μετοχή ενεστώτα)
- και στεκάμενος (μετοχή ενεστώτα, λαϊκότροπα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.