καταβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταβαίνω

Ρήμα

καταβαίνω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταβαίνω < κατα- + βαίνω

Ρήμα

καταβαίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.