προβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προβαίνω < αρχαία ελληνική προβαίνω < προ- + βαίνω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proceed [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐βαί‐νω
Ρήμα
προβαίνω, πρτ.: αορ+προέβη3ο(προέβην), προέβηκα, απαρ.: προβώ (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προβαίνω | προέβαινα | θα προβαίνω | να προβαίνω | προβαίνοντας | |
| β' ενικ. | προβαίνεις | προέβαινες | θα προβαίνεις | να προβαίνεις | πρόβαινε | |
| γ' ενικ. | προβαίνει | προέβαινε | θα προβαίνει | να προβαίνει | ||
| α' πληθ. | προβαίνουμε | προβαίναμε | θα προβαίνουμε | να προβαίνουμε | ||
| β' πληθ. | προβαίνετε | προβαίνατε | θα προβαίνετε | να προβαίνετε | προβαίνετε | |
| γ' πληθ. | προβαίνουν(ε) | προέβαιναν προβαίναν(ε) |
θα προβαίνουν(ε) | να προβαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προέβην | θα προβώ | να προβώ | προβεί | ||
| β' ενικ. | προέβης | θα προβείς | να προβείς | |||
| γ' ενικ. | προέβη | θα προβεί | να προβεί | |||
| α' πληθ. | προβήκαμε | θα προβούμε | να προβούμε | |||
| β' πληθ. | προβήκατε | θα προβείτε | να προβείτε | προβείτε | ||
| γ' πληθ. | προέβησαν | θα προβούν | να προβούν | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προβεί | είχα προβεί | θα έχω προβεί | να έχω προβεί | ||
| β' ενικ. | έχεις προβεί | είχες προβεί | θα έχεις προβεί | να έχεις προβεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προβεί | είχε προβεί | θα έχει προβεί | να έχει προβεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προβεί | είχαμε προβεί | θα έχουμε προβεί | να έχουμε προβεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προβεί | είχατε προβεί | θα έχετε προβεί | να έχετε προβεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προβεί | είχαν προβεί | θα έχουν προβεί | να έχουν προβεί |
| |
Αναφορές
- προβαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- προβαίνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- προβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.