μετρονομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετρονομικός | η | μετρονομική | το | μετρονομικό |
| γενική | του | μετρονομικού | της | μετρονομικής | του | μετρονομικού |
| αιτιατική | τον | μετρονομικό | τη | μετρονομική | το | μετρονομικό |
| κλητική | μετρονομικέ | μετρονομική | μετρονομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετρονομικοί | οι | μετρονομικές | τα | μετρονομικά |
| γενική | των | μετρονομικών | των | μετρονομικών | των | μετρονομικών |
| αιτιατική | τους | μετρονομικούς | τις | μετρονομικές | τα | μετρονομικά |
| κλητική | μετρονομικοί | μετρονομικές | μετρονομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετρονομικός < μετρονόμος / μετρονομία + -ικός
Μεταφράσεις
μετρονομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.