μικρόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικρόμετρο | τα | μικρόμετρα |
| γενική | του | μικρομέτρου & μικρόμετρου |
των | μικρομέτρων |
| αιτιατική | το | μικρόμετρο | τα | μικρόμετρα |
| κλητική | μικρόμετρο | μικρόμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικρόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό

μικρόμετρα(1) για μέτρηση εξωτερικών διαμέτρων (παχύμετρο), εσωτερικών διαμέτρων και βάθους
μικρόμετρο αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.