μετροφωτογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετροφωτογραφία οι μετροφωτογραφίες
      γενική της μετροφωτογραφίας των μετροφωτογραφιών
    αιτιατική τη μετροφωτογραφία τις μετροφωτογραφίες
     κλητική μετροφωτογραφία μετροφωτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετροφωτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική photogrammetry. Μορφολογικά αναλύεται σε μετρο- + φωτογραφία Συγκρίνετε με το φωτογραμμετρία, φωτογραμμομετρία. δείτε τη Συζήτηση:μετροφωτογραφία

Προφορά

ΔΦΑ : /me.tɾo.fo.to.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετροφωτογραφία

Ουσιαστικό

μετροφωτογραφία θηλυκό

  • (παρωχημένο, αρχιτεκτονική, τοπογραφία, γεωδαισία) συνώνυμο του φωτογραμμετρία
      Métrophotographie, ουσ[ιαστικό]., θηλ[υκό]. Μετροφωτογραφία, καταμέτρησις λαμβανομένη εκ της φωτογραφικής εικόνος εν τη γαιωδαισία
    Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1912), σ. 206.
      Η μετροφωτογραφία των αρχιτεκτονικών μνημείων ή των έργων τέχνης δεν παρουσιάζει δυσχερειάν τινα. Δυσκολωτέρα είνε η τοπογραφική διαγραμμάτων διαφόρων τοπίων. Η μετροφωτογραφία εφαρμόζεται εις την αρχιτεκτονικήν, την τοπογραφίαν, την αεροφωτογραφίαν την αστρονομίαν, υπό δε του Βερτιγιόν εφηρμόσθη και εις την ανθρωπομετρίαν.
    Κ Μ[ακρ]ής, λήμμα «Μετροφωτογραφία ή φωτογραμμομετρία», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 9 (Αθήνα: Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 392.

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.