δάκτυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δάκτυλος | οι | δάκτυλοι |
| γενική | του | δακτύλου & δάκτυλου |
των | δακτύλων |
| αιτιατική | τον | δάκτυλο | τους | δακτύλους |
| κλητική | δάκτυλε | δάκτυλοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δάκτυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δάκτυλος. Δείτε και το δάχτυλο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈða.kti.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δά‐κτυ‐λος
Ουσιαστικό
δάκτυλος αρσενικό
- (λόγιο) το δάχτυλο
- το άτομο ή η δύναμη που κρυφά κατευθύνει τις εξελίξεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ ο ξένος δάκτυλος
- (μετρική) μετρικός πόδας που αποτελείται από μια μακρά (ή τονισμένη) συλλαβή και δύο βραχείες (ή άτονες) (—‿‿)
- ※ Αχ! και να | γύ-ρι-ζαν, | να ‘ρχον-ταν | πίσω _ (Ιωάννης Πολέμης, Χαμένα χρόνια)
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
δάκτυλος
|
|
Πηγές
- δάκτυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δάκτυλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δάκτυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάκτυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.