τονικό παρώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.niˈko paˈɾo.ni.mo/
Πολυλεκτικός όρος
τονικό παρώνυμο ουδέτερο
- (γλωσσολογία, φωνητική) φωνολογικά παρώνυμα, που η διαφορά τους έγκειται στη διαφορετική θέση του τόνου.[1]
Μεταφράσεις
τονικό παρώνυμο
|
|
Αναφορές
- παρωνυμία - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.