μετρημός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετρημός οι μετρημοί
      γενική του μετρημού των μετρημών
    αιτιατική τον μετρημό τους μετρημούς
     κλητική μετρημέ μετρημοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετρημός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μετρημός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.