ανάπαιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανάπαιστος οι ανάπαιστοι
      γενική του ανάπαιστου
& αναπαίστου
των ανάπαιστων
& αναπαίστων
    αιτιατική τον ανάπαιστο τους ανάπαιστους
& αναπαίστους
     κλητική ανάπαιστε ανάπαιστοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάπαιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπαιστος < ἀναπαίω [1]

Ουσιαστικό

ανάπαιστος αρσενικό

  1. (νεοελληνική μετρική) τρισύλλαβος μετρικός πόδας με δύο άτονες + μία τονισμένη συλλαβή (‿‿—)
      Στων Ψα-ρών | την ο-λό | μα-υρη ρά|χη (Σολωμός, Η καταστροφή των Ψαρών)
  2. (αρχαία ελληνική μετρική) μετρικός πους, κυρίως παιάνων, με δύο βραχύχρονες (ή μία μακρόχρονη) και μία μακρόχρονη συλλαβή υ υ -

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.