έλλειψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έλλειψη οι ελλείψεις
      γενική της έλλειψης* των ελλείψεων
    αιτιατική την έλλειψη τις ελλείψεις
     κλητική έλλειψη ελλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έλλειψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔλλειψις (ανεπάρκεια) (-σις > -ση)
για το γεωμετρικό σχήμα < νεολατινική ellipsis < ελληνιστική κοινή ἔλλειψις (κωνική τομή)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έλλειψη

Ουσιαστικό

έλλειψη θηλυκό

Μια έλλειψη.
  1. η ύπαρξη μειωμένης ποσότητας ενός αγαθού
    υπάρχει έλλειψη νερού
     συνώνυμα: ανεπάρκεια
  2. (γεωμετρία) κλειστή ωοειδής καμπύλη με δύο εστίες· το άθροισμα των αποστάσεων από τις δύο εστίες είναι σταθερό για όλα τα σημεία της καμπύλης αυτής
  3. (γραμματική) η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα

Συγγενικά

θέματα με ελλειπ-

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.