μετρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μετρολόγος | οι | μετρολόγοι |
| γενική | του/της | μετρολόγου | των | μετρολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | μετρολόγο | τους/τις | μετρολόγους |
| κλητική | μετρολόγε | μετρολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μετρολόγος επιθεωρεί με μικρόμετρο τις προδιαγραφές πυροσωλήνα.
Μεταφράσεις
μετρολόγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.