ίαμβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίαμβος οι ίαμβοι
      γενική του ιάμβου
& ίαμβου
των ιάμβων
    αιτιατική τον ίαμβο τους ιάμβους
& ίαμβους
     κλητική ίαμβε ίαμβοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίαμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴαμβος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.aɱ.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίαμβος

Ουσιαστικό

ίαμβος αρσενικό

  1. (μετρική) δισύλλαβος μετρικός πόδας της νεοελληνικής μετρικής με εναλλαγή άτονης και τονισμένης συλλαβής (‿—)
      Α-χός | βα-ρύς | α-κού | γε-ται | πο-λλά | ντου-φέ| κια πέ |φτουν (δημοτικό )
  2. (αρχαία ελληνική μετρική) δισύλλαβος πόδας με εναλλαγή βραχύχρονης και μακρόχρονης συλλαβής (‿—)
  3. (μετρική) ο στίχος ενός ποιήματος με ιαμβικό μέτρο
    τίτλος ποιητικής συλλογής «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» του Κωστή Παλαμά
      Πλην πόσα έλειψαν εκ των παπύρων, / πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά / έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων! (Κωνσταντίνος Καβάφης, Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου)
  4. (φιλολογία) είδος αρχαιοελληνικού ποιήματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.