μετρημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετρημένος η μετρημένη το μετρημένο
      γενική του μετρημένου της μετρημένης του μετρημένου
    αιτιατική τον μετρημένο τη μετρημένη το μετρημένο
     κλητική μετρημένε μετρημένη μετρημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετρημένοι οι μετρημένες τα μετρημένα
      γενική των μετρημένων των μετρημένων των μετρημένων
    αιτιατική τους μετρημένους τις μετρημένες τα μετρημένα
     κλητική μετρημένοι μετρημένες μετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μετράω / μετρώ

Προφορά

ΔΦΑ : /me.tɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετρημένος

Μετοχή

μετρημένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν μετρήσει
  2. (στον πληθυντικό) ολιγάριθμος, μικρό πλήθος
    Είναι βαριά άρρωστος, κι οι μέρες του μετρημένες.
  3. που τον έχουν σκεφτεί από πριν καλά, υπολογισμένος
    Τα λόγια σου να είναι λίγα και μετρημένα!
     συνώνυμα: ζυγιασμένος, συγκρατημένος
  4. χωρίς πολλές ανέσεις ή υπερβολές
    Πέρασε με το μισθό του μια μετρημένη ζωή.
     συνώνυμα: με λελογισμένα έξοδα, συνετός

Εκφράσεις

  • κουκιά μετρημένα
  • μετρημένοι στα δάχτυλα
  • τα ψωμιά μου είναι μετρημένα

Παροιμίες

  • από τα μετρημένα τρώει ο λύκος

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.