μετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετρημένος | η | μετρημένη | το | μετρημένο |
| γενική | του | μετρημένου | της | μετρημένης | του | μετρημένου |
| αιτιατική | τον | μετρημένο | τη | μετρημένη | το | μετρημένο |
| κλητική | μετρημένε | μετρημένη | μετρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετρημένοι | οι | μετρημένες | τα | μετρημένα |
| γενική | των | μετρημένων | των | μετρημένων | των | μετρημένων |
| αιτιατική | τους | μετρημένους | τις | μετρημένες | τα | μετρημένα |
| κλητική | μετρημένοι | μετρημένες | μετρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μετράω / μετρώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.tɾiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρη‐μέ‐νος
Μετοχή
μετρημένος, -η, -ο
- που τον έχουν μετρήσει
- (στον πληθυντικό) ολιγάριθμος, μικρό πλήθος
- ↪ Είναι βαριά άρρωστος, κι οι μέρες του μετρημένες.
- που τον έχουν σκεφτεί από πριν καλά, υπολογισμένος
- ↪ Τα λόγια σου να είναι λίγα και μετρημένα!
- ≈ συνώνυμα: ζυγιασμένος, συγκρατημένος
- χωρίς πολλές ανέσεις ή υπερβολές
- ↪ Πέρασε με το μισθό του μια μετρημένη ζωή.
- ≈ συνώνυμα: με λελογισμένα έξοδα, συνετός
Εκφράσεις
- κουκιά μετρημένα
- μετρημένοι στα δάχτυλα
- τα ψωμιά μου είναι μετρημένα
Παροιμίες
- από τα μετρημένα τρώει ο λύκος
Παράγωγα
Σύνθετα
- ανακαταμετρημένος
- αναμετρημένος
- βαθμομετρημένος
- βαθομετρημένος
- βυθομετρημένος
- εμβαδομετρημένος
- επιπεδομετρημένος
- θερμομετρημένος
- καλομετρημένος
- κακομετρημένος
- καταμετρημένος
- ξαναμετρημένος
- προσμετρημένος
- σφυγμομετρημένος
- χιλιομετρημένος
- χρονομετρημένος
- χωρομετρημένος
Μεταφράσεις
- → δείτε και τις λέξεις συγκρατημένος και λελογισμένος
Πηγές
- λήγουν σε -μετρημένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.