μετρολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετρολογία οι μετρολογίες
      γενική της μετρολογίας των μετρολογιών
    αιτιατική τη μετρολογία τις μετρολογίες
     κλητική μετρολογία μετρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετρολογία < μέτρο + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

μετρολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.